σκληραγωγικός

σκληραγωγικός
-ή, -ό
αυτός που συντελεί στη σκληραγωγία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σκληραγωγικός — ή, ό, Ν [σκληραγωγώ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σκληραγωγία ή που συντελεί στη σκληραγωγία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”